γκέτα — η (λ. ιταλ.), υφασμάτινη ή δερμάτινη ταινία με την οποία τυλίγουν τις κνήμες, περικνήμιο: Φορώ γκέτες όταν πηγαίνω για σκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γκέτεμποργκ — Πόλη (504.000 κάτ. το 2002) της νοτιοδυτικής Σουηδίας, πρωτεύουσα της κομητείας Γ. Μπόχους. Βρίσκεται πάνω στον ποταμό Γκέτα, περίπου 550 χλμ. δυτικά της Στοκχόλμης. Αποτελεί τη δεύτερη σε μέγεθος πόλη της χώρας και το μεγαλύτερο λιμάνι της. Το Γ … Dictionary of Greek
Βέτερν — (Vöttern). Λίμνη (επιφάνεια 1.899 τ. χλμ., μήκος 130 χλμ.) της Σκανδιναβίας, στο κεντρικό τμήμα της Σουηδίας. Η Β. είναι η δεύτερη σε έκταση λίμνη της Σουηδίας και μία από τις μεγαλύτερες της Ευρώπης. Βρίσκεται σε υψόμετρο 88 μ. από την επιφάνεια … Dictionary of Greek
Λίνκεπινγκ — (Linkοping). Πόλη (135.066 κάτ. το 2002) της Σουηδίας, πρωτεύουσα της κομητείας Εστεργκέτλαντ (Ostergotlands, 11.629 τ. χλμ., 412.655 κάτ.). Βρίσκεται κοντά στον ποταμό Στονγκ, στο κέντρο μιας εύφορης αγροτικής περιοχής, κοντά στο κανάλι Γκέτα… … Dictionary of Greek
κιμονό — (kimono). Παραδοσιακό, εξωτερικό ιαπωνικό ένδυμα. Η καταγωγή της λέξης ανάγεται στην αρχαιότητα, οπότε σήμαινε γενικά την ενδυμασία. Το κ. με τη γνωστή του μορφή αποτέλεσε βασικό ένδυμα για τους άνδρες για τις γυναίκες κατά την περίοδο Χεϊάν (794 … Dictionary of Greek
περικνήμιος — α, ο / περικνήμιος ον ΝΑ νεοελλ. (μόνο το ουδ. ως ουσ.) το περικνήμιο περίβλημα τής κνήμης, από δέρμα ή ύφασμα, που φοριέται από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο, κυρίως από στρατιώτες, κυνηγούς, αγρότες, κν. γκέτα αρχ. 1. αυτός που φέρεται γύρω από … Dictionary of Greek
περικνημίδα — Τμήμα της πανοπλίας, που προστάτευε το μπροστινό μέρος του ποδιού του πολεμιστή → πανοπλία. * * * η / περικνημίς, ίδος, ΝΜΑ (νεολλ.) 1. περίβλημα τής κνήμης που φοριέται απευθείας επάνω στο δέρμα, η κάλτσα 2. καλτσοδέτα 3. φρ. «παράσημο(ν) τής… … Dictionary of Greek
περισφύριος — α, ο / περισφύριος, ον, ΝΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από τα σφυρά, αυτός που περιβάλλει τα πόδια στην περιοχή τών σφυρών 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περισφύριο(ν) γυναικείο κόσμημα που φοριέται πάνω σε γυμνό πόδι, γύρω από τα σφυρά νεοελλ. το ουδ. ως … Dictionary of Greek